Οι περισσότεροι αδυνατούν να τραβήξουν τα μάτια τους από την οθόνη του κινητού τους, κάποιοι «ταλαιπωρούν» ένα μπαλάκι του πινγκ πονγκ κι άπαντες αναλογίζονται πως μπροστά τους έχουν άλλες 25 μέρες διαμονής σε ξενοδοχείο. Την μεσημεριανή καλοκαιρινή ραστώνη στο Ελατοχώρι σπάει μια νέα άφιξη. Με τη σακούλα από τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια περασμένη στην πλάτη και μια αλλαξιά ρούχα, ένα νεαρό παιδί εμφανίζεται στο λόμπι με τη χαρακτηριστική αμηχανία του καινούριου.
Λίγες ώρες αργότερα, ο άγνωστος νεαρός βρίσκεται στο γήπεδο έτοιμος να παλέψει για την ευκαιρία να κυνηγήσει το όνειρό του. Εκεί πια δεν νιώθει αμήχανα, διότι έχει μάθει να μάχεται από μικρός. Απέναντι σε μεγαλύτερους, ενάντια στις πιθανότητες, κόντρα στη λογική. Λάθος. Ο Γιάννης Μυστακίδης, έχει μάθει να κερδίζει. Με την επιμονή, την προσπάθεια και τη θέλησή του. Χαρακτηριστικά που τον διακρίνουν από πιτσιρικά. Από έξι χρονών όταν… αναβαθμίζεται από το παρκάκι της γειτονιάς και γράφεται στην ακαδημία «Ανδρομάχη». Εκεί όπου τον περιμένει ο πατέρας του, ο Κωνσταντίνος. Ο προπονητής του. Ο άνθρωπος που τον αναγκάζει ν’ ανακαλύπτει συνεχώς τα όριά του και να μην επαναπαύεται ποτέ.
Ο δικός του Τούντορ «Είναι δύσκολο να έχεις προπονητή τον πατέρα σου, διότι στη μέση μπαίνει και το συναίσθημα, δεν γίνεται αλλιώς»,
μας λέει ο Γιάννης και συνεχίζει: «Είναι άνθρωπος της πειθαρχίας και πάντα του άρεσε η σκληρή δουλειά, ποτέ δεν μου έλεγε μπράβο. Ακόμα και τώρα το ίδιο συμβαίνει. Όταν μιλάμε μετά τα ματς πάντα μου τονίζει τα λάθη μου. Μπράβο μου είπε μόνο μετά το ματς με την Καλλονή που έβαλα γκολ και μετά τη Ντόρτμουντ. Όταν ήμουν μικρός κι έκανα κάποιο λάθος με έδιωχνε κι αυτός από τις προπονήσεις, όπως έκανε ο κ. Τούντορ στο φιλικό με τη Βέροια. Τότε, μάλιστα, τον δικαιολόγησε απόλυτα. «Καλά σου έκανε», μου είπε». Η αυστηρή προσέγγιση του πατέρα του, δεν αποθαρρύνει τον μικρό. Αντιθέτως τον κάνει πιο δυνατό στο ν’ αντιμετωπίζει τις δυσκολίες του ποδοσφαίρου και να τα… βάζει με μεγαλύτερους δίχως να στηρίζεται στις «πλάτες» των αδερφών του, Πολυχρόνη και Γρηγόρη. Οι Mystakidis Bros σχηματίζουν μια από τις πιο δυνατές ομάδες ποδοσφαίρου αλάνας στην Κατερίνη. «Κάθε γειτονιά είχε τη δική της ομάδα και παίζαμε τουρνουά. Οι αγώνες γίνονταν στο παρκάκι κοντά στο σπίτι μας. Είχε κάτι κυκλικά παιχνίδια που τα είχαμε μετατρέψει σε τέρματα. Εγώ ήμουν ο πιο μικρός. Υπήρχαν παιδιά και πέντε χρόνια μεγαλύτερα, αλλά θυμάμαι πως τις περισσότερες φορές βγαίναμε πρωταθλητές».
Στη Γερμανία μέσω Ολυμπιακού Η κατάκτηση τίτλων, έστω και σε… διαγειτονιακό τουρνουά, του μένει συνήθεια την οποία εξελίσσει στην πορεία, όταν πια γίνεται μέλος του Βατανιακού σε ηλικία δέκα ετών. Ο Γιάννης δουλεύει σκληρά προκειμένου να γίνεται συνεχώς καλύτερος και να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Να γίνει ποδοσφαιριστής. «Δεν πήγαινα ούτε στις εκδρομές του σχολείου για να κάνω ατομικές προπονήσεις με τον πατέρα μου», λέει χαρακτηριστικά. Η μοίρα του αλλάζει σε ηλικία 15 ετών. Ο Βατανιακός ανήκει στο δίκτυο ακαδημιών του Ολυμπιακού και συμμετέχει στο καθιερωμένο ετήσιο τουρνουά στου Ρέντη. Λάθος. Δεν συμμετέχει. Κερδίζει το τουρνουά νικώντας στον τελικό τον Ολυμπιακό 1-0 με δικό του γκολ. Ως ανταμοιβή ο Βατανιακός πάει στη Γερμανία για να εκπροσωπήσει τον Ολυμπιακό σε διεθνές τουρνουά κόντρα σε ομάδες όπως η Μπάγερν, η Σαχτάρ Ντόνετσκ, η Στουτγκάρδη, η Χόφενφαϊμ, η Λεβερκούζεν, η Μόναχο 1860. Οι σκάουτερ δεν αργούν να ξεχωρίσουν τον ταλαντούχο πιτσιρικά του Βατανιακού και το τηλέφωνο του μπαμπά αρχίζει να δέχεται κλήσεις.
Ο Γιάννης δοκιμάζεται στη Χόφενχαϊμ, αλλά δεν ενδίδει αμέσως. Εξετάζει τα δεδομένα και μολονότι θέλει σαν τρελός να ζήσει την εμπειρία, επιλέγει να πάει για μισή σεζόν στον Σβορώνο, έτσι ώστε να παίξει στη Δ’ Εθνική και να… ψηθεί καλύτερα. Τον Ιανουάριο του 2010, όμως, ετοιμάζει βαλίτσες. «Είχα προτάσεις από τις ακαδημίες των μεγάλων ομάδων, αλλά είχα αποφασίσει πως το καλύτερο για μένα θα ήταν να πάω στο εξωτερικό. Μου αρέσουν τα δύσκολα. Ήθελα από την πρώτη στιγμή να πάω στη Γερμανία. Το σημαντικό είναι πως οι γονείς μου ήταν πάντα στο πλευρό μου και τους ευγνωμονώ γι’ αυτό».
Οι πρώτες δυσκολίες στην ξενιτιά Η προσαρμογή στα νέα δεδομένα δεν είναι εύκολη. Ο Γιάννης κολλάει τη γρίπη των χοίρων και ταλαιπωρείται τις πρώτες του μέρες στο Χόφενχαϊμ. «Ζαλιζόμουν, λιποθυμούσα και δεν μπορούσα να προπονηθώ σωστά. Ευτυχώς τον πρώτο μήνα ήταν μαζί μου και ο πατέρας μου, ενώ με βοήθησε σημαντικά και η ομάδα. Μου παρείχε τα πάντα». Μόλις στέκεται και πάλι στα πόδια του, αφιερώνεται στο ποδόσφαιρο. «Ήμουν σε ένα χωριό με 2.000 κατοίκους. Σκεφτόμουν μόνο το γήπεδο και δούλευα συνεχώς, ενώ παράλληλα πήγαινα καθημερινά σε ελληνικό σχολείο στο Μανχάιμ που ήταν μιάμιση ώρα δρόμος, ενώ μάθαινα και γερμανικά». Στη Χόφενχαϊμ αγωνίζεται ενάμιση χρόνο στις Κ17, Κ19 κι έπειτα παραχωρείται δανεικός στη Μανχάιμ. Γλιτώνει τις μετακινήσεις, φεύγει από το… χωριό για την πόλη κι εκεί γνωρίζει τους…. δεύτερους γονείς του, την οικογένεια Μαντζαρίδη. «Με βοήθησαν πάρα πολύ. Με είχαν σαν παιδί τους κι έκαναν τη διαμονή μου πολύ ευχάριστη. Ακόμα και σήμερα πάω και τους βλέπω όποτε μου δίνεται η ευκαιρία».
Ο τραυματισμός Οι εμφανίσεις του με την Κ19 της Μανχάιμ προκαλούν το ενδιαφέρον της Φράιμπουργκ που μολονότι ο Γιάννης είναι 8 χρονών, τον προορίζει για τη δεύτερη ομάδα την οποία προπονεί ο άνθρωπος που τον επέλεξε στη Χόφενχαϊμ. Νέα μεταγραφή, νέα προσαρμογή σε καινούριο περιβάλλον. Τη σεζόν 2012-13 ο Μυστακίδης παίζει στην Κ19 και την επομένη παίρνει προαγωγή. Όλα πηγαίνουν σύμφωνα με το ορθολογικό πλάνο του. Τα Χριστούγεννα του 2013 γίνεται ο μικρότερος που λαμβάνει μέρος στη χειμερινή προετοιμασία της Κ23. Και τότε όλα γυρίζουν ανάποδα. «Κάναμε προετοιμασία στην Τουρκία. Σε μια προπόνηση, με έσπρωξαν πάνω στην ντρίμπλα, πάτησα στραβά και χτύπησα στο γόνατό μου. Έμεινα εκτός γηπέδων για 3-4 μήνες επειδή άργησα να κάνω την επέμβαση με απόφαση της ομάδας».
Η επιστροφή στην Ελλάδα κι ο ΠΑΟΚ Ο τραυματισμός χρονικά έρχεται στο χειρότερο σημείο. Λίγους μήνες πριν τη λήξη του συμβολαίου του. «Στεναχωρήθηκα πάρα πολύ όταν έγινε αυτό, αλλά ήξερα ότι θα επανέλθω και να δείξω ότι αξίζω μια δεύτερη ευκαιρία. Δεν την πήρα». Η Φράιμπουργκ τον αφήνει ελεύθερο κι εκείνος βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα. Συνεχίζει στη Γερμανία ή παίρνει το δρόμο της επιστροφής; Προτιμά το δεύτερο γιατί «δεν ήθελα να παίξω κι άλλη μια χρονιά σε πρωτάθλημα Κ23. Δεν θα με βοηθούσε να γίνω καλύτερος. Σκέφτηκα ότι ίσως ήταν καλύτερο να παίξω ακόμα και στη Β’ Εθνική, αλλά σε ανδρικό επίπεδο για να δω τις δυνατότητές μου, να δείξω την αξία μου και να γυρίσω κάποια στιγμή στη Μπουντεσλίγκα». Κάπως έτσι φτάνουμε πάλι σ’ εκείνο το ζεστό μεσημέρι του Ιουνίου 2014 στο Ελατοχώρι.
Ο «Μύστα» φορά τα ασπρόμαυρα εκμεταλλευόμενος μια συστατική επιστολή στη διοίκηση του ΠΑΟΚ. «Ο πατέρας μου ποτέ δε μου είπε ποιος με πρότεινε ή ζήτησε να δοκιμαστώ στον ΠΑΟΚ», λέει. Επηρεασμένος από την αγωνιστική απραξία, ο «Μύστα» δεν μπορεί να ξεχωρίσει, μα δείχνει πως έχει αυτό το… κάτι. Υπογράφει και φεύγει δανεικός στον Πιερικό. Στο σπίτι του. Κοντά στο παρκάκι που μεγαλούργησε μικρός. Αψηφώντας τη διαφορά ηλικίας με τα υπόλοιπα παιδιά, αψηφώντας τις πιθανότητες. Στην Κατερίνη βρίσκει τη δύναμη που χρειάζεται για να κάνει το restart, ξεχωρίζει στη Football League και ένα χρόνο μετά ουσιαστικά δοκιμάζεται ξανά από τον Ίγκορ Τούντορ. Το ξεκίνημά του είναι μουδιασμένο και ελάχιστοι θεωρούν πως ο Κροάτης θα τον συμπεριλάβει στην αποστολή για το βασικό στάδιο της προετοιμασίας. Την τελευταία στιγμή τα καταφέρνει. Κι έκτοτε δεν κοιτά ξανά πίσω.
«Ορισμένες φορές χρειάζεται να κάνεις ένα βήμα πίσω για να πάρεις φόρα και να προχωρήσεις μπροστά»…