«Όταν άλλοι βλέπουν προβλήματα εκεί που δεν υπάρχουν, εκείνος προτιμά να εντοπίζει το θετικό ακόμα και στα δύσκολα. Είναι ο άνθρωπος που θα ήθελες στην παρέα σου κι ο παίκτης που χρειάζεσαι στην ομάδα σου. Είναι ο Χοσέ Αλμπέρτο Κάνιας.
Η μαγεία της θάλασσας τον τραβούσε κοντά της. Όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στην Playa De la Costilla. Παιχνίδι, παρέες, σκανδαλιές όλα συνοδεύονταν από την αλμύρα που σκορπούσε στον αέρα ο αφρός του Ατλαντικού. Ο Χάιμε (57) και η Μαρία Ντε λος Άνχελες (54) ήξεραν πως εκεί θα βρουν τον μικρό Χοσέ Αλμπέρτο. Το μόνο που τον συγκινούσε για να γυρίσει στο σπίτι ήταν η τηλεόραση. Κάποιος ποδοσφαιρικός αγώνας. Ιδανικά το Μπαρτσελόνα – Ρεάλ.
Τότε χωνόταν στον καναπέ και ρουφούσε την κάθε στιγμή δίχως να νοιάζεται τι συμβαίνει γύρω του. «Μαμά, κι εγώ αυτό θέλω να κάνω, να γίνω ποδοσφαιριστής», έλεγε τις ελάχιστες στιγμές που ξεκολλούσε τα μάτια του από την οθόνη.
Η μητέρα του φρόντιζε να τον ενθαρρύνει και να τον προσγειώνει ταυτόχρονα. Τον άφηνε να ονειρεύεται, μα του επεσήμαινε – μ’ εκείνο το παγκόσμιο πατενταρισμένο από τις μανάδες όλου του κόσμου – πως ο δρόμος του ποδοσφαίρου είναι δύσκολος κι απαιτεί πολλές θυσίες.
Δεν τον ένοιαζε. Ήταν διατεθειμένος να τις κάνει. Ή καλύτερα αποφασισμένος. Αρκεί να έφτανε μια μέρα να γίνει εκείνος ο πρωταγωνιστής στα όνειρα κάποιου άλλου μικρού παιδιού χωμένο στην πολυθρόνα του πατρικού του .
«Το ποδόσφαιρο είναι η ζωή μου», λέει σήμερα καθισμένος – όχι τόσο αναπαυτικά, αλλά με την άνεση της επιτυχίας – στο προπονητικό κέντρο του ΠΑΟΚ και συνεχίζει: «Δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς. Ήταν αυτό που πάντα ήθελα και οι γονείς μου δεν μου έφεραν αντίρρηση».
Για την ακρίβεια, η μητέρα του τον ενθάρρυνε και τον φρόντιζε όσο ο Χάιμε φρόντιζε για την οικονομική επιβίωση της οικογένειας επισκευάζοντας μοτοσυκλέτες. Σε ηλικία επτά ετών, ο Χοσέ Αλμπέρτο γράφτηκε στις ακαδημίες της τοπικής Ροτένια και ξεκίνησε τη διαδρομή του στο ποδόσφαιρο.
Ο προορισμός του μπορεί να μην ήταν ούτε η Μπαρτσελόνα ούτε η Ρεάλ, μα η πρώτη εναλλακτική μετά το άπιαστο. Η αγαπημένη του Μπέτις. Τον είδε στους αγώνες του τοπικού πρωταθλήματος του Καντίθ και στα 17 του φρόντισε να τον εντάξει στα τμήματα υποδομής της. Βρισκόταν ένα βήμα πιο κοντά στην υλοποίηση ενός ονείρου. Ένα χρόνο μετά, το 2005 είδε από τον πάγκο το ματς με την Μπαρτσελόνα.
Ντεμπούτο στα 22Για να πραγματοποιήσει το ντεμπούτο του με την ομάδα της Σεβίλλης, όμως, χρειάστηκε να περιμένει αρκετά. Είχε την επιμονή και την υπομονή να δουλέψει σκληρά για ν’ αρπάξει την ευκαιρία. Ήρθε το 2009. Στα 22 φόρεσε επιτέλους την πράσινη άσπρη φανέλα και μπήκε στο γήπεδο για ν’ αντιμετωπίσει την Ατλέτικο Μαδρίτης.
«Χάσαμε 2-0, αλλά για μένα ήταν κάτι απίστευτο», θυμάται και προσθέτει: «Ήταν το καλύτερο συναίσθημα στον κόσμο. Το θυμάμαι ακόμα και θα το θυμάμαι για πάντα, αλλά μου είναι αδύνατο να το περιγράψω». Μέσα στην παραζάλη της επιτυχίας, ο πατέρας πήγε κόντρα στη στιγμή. Ήταν εκείνος που του επεσήμανε πως τα «δύσκολα μόλις ξεκινούσαν. Μου είπε πως πρέπει να ηρεμήσω και να δουλέψω σκληρά γιατί ένα παιχνίδι κι ένα συμβόλαιο από μόνα τους δεν σημαίνουν τίποτα. Πως θα ήταν χαρούμενος αν βρισκόμουν σ’ αυτό το επίπεδο και μετά από δέκα χρόνια».
Μια συμβουλή που αποδείχτηκε χρήσιμη καθώς ο δρόμος για την καθιέρωση δεν ήταν εύκολος. Η επόμενη σεζόν τον βρήκε στη δεύτερη ομάδα, μα κανένα εμπόδιο δεν ήταν ικανό ν’ ανακόψει τη δίψα του για επιτυχία. Επέστρεψε, κέρδισε θέση στο ρόστερ, άνοιξε την πόρτα της 11άδας και μαζί κέρδισε το στοίχημα με τον εαυτό του.
Το όνειρο της Premier LeagueΤο 2013, μάλιστα πέτυχε άλλο ένα όνειρο. Αγωνίστηκε στην Premier League. «Είναι κάτι που πρέπει να το ζήσεις και να το απολαύσεις. Το καλύτερο πρωτάθλημα στον κόσμο. Ήταν απίστευτα και δεν θα ξεχάσω ποτέ το σεβασμό με τον οποίο σε αντιμετωπίζουν οι πάντες».
Μολονότι ήταν βασικός στο μεγαλύτερο κομμάτι της σεζόν, η αποχώρηση του Μίκαελ Λάουντρουπ από την τεχνική ηγεσία και η έλευση του Γκάρι Μονκ σήμαναν τον τέλος της παρουσίας του στην Σουόνσι. «Ο καινούριος προπονητής δεν με ήθελε κι έτσι αποχώρησα. Το ίδιο συνέβη το περασμένο καλοκαίρι στην Εσπανιόλ. Έτσι είναι το ποδόσφαιρο», λέει φιλοσοφημένα με το χαρακτηριστικό χαμογελαστό του ύφος.
Σπάνια θα τον δείτε… φουρτουνιασμένο. Ακόμα κι όταν είναι απογοητευμένος με το αποτέλεσμα ή «σκασμένος» από την κούραση, θα βρει το κουράγιο να χαμογελάσει, να σου κάνει μια ζεστή χειραψία. Χωρίς ν’ αναλώνεται σε ανέξοδους χαβαλέδες, μετράει αυτόν που έχει απέναντί του, ζυγίζει αντιδράσεις και βγάζει μια θετική αύρα την οποία τη μεταδίδει με χαρακτηριστική ευκολία.
Smiley Face«Έτσι είμαι από μικρός. Μου αρέσει να χαμογελάω. Είμαι χαρούμενος για ό,τι έχω. Για τη δουλειά μου. Μου αρέσει το ποδόσφαιρο κι απολαμβάνω την οικογένεια και τους φίλους μου. Γιατί να μην είμαι καλά;».
Η αλήθεια είναι πως προφανής απάντηση δεν υπάρχει. Οι γονείς και τα δύο αδέρφια του χαίρουν άκρας υγείας και τον καμαρώνουν – ασχέτως αν ο πατέρας του εξακολουθεί ν’ αναλαμβάνει το ρόλο του κακού που του επισημαίνει τα λάθη του μετά από κάθε ματς – ενώ μαζί του στη Θεσσαλονίκη έχει τη συντροφιά της Λούρδης. Της γυναίκας της ζωής του.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν στην Μπέτις. Η μοίρα την έριξε κυριολεκτικά στα πόδια του. «Η Λούρδη εργαζόταν στην ομάδα ως ποδολόγος. Σιγά, σιγά αρχίσαμε να μιλάμε και καταλήξαμε ζευγάρι». Δεν έχουν παντρευτεί ακόμα, αλλά τι σημασία έχει; Στον Χοσέ Αλμπέρτο, άλλωστε, δεν αρέσουν τα μελλοντικά πλάνα. Προτιμά να ζει την κάθε μέρα.
Για ένα πράγμα είναι σίγουρος. «Δεν υπάρχει περίπτωση να γίνω προπονητής. Δεν ταιριάζει στον χαρακτήρα μου. Με φαντάζεσαι εμένα προπονητή». Και η απάντηση είναι όχι»
Πολύ καλός παίκτης και χαρακτήρας....